ἀναγνωστικός — capable of reading masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναγνωστικός — ή, ό (Α ἀναγνωστικός, ή, όν) [ἀνάγνωσις] 1. ο σχετικός με την ανάγνωση 2. αυτός που αγαπά την ανάγνωση, ο φιλαναγνώστης νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αναγνωστικό α) βιβλίο που χρησιμοποιείται στην κατώτερη εκπαίδευση για άσκηση στην ανάγνωση β)… … Dictionary of Greek
ἀναγνωστικόν — ἀναγνωστικός capable of reading masc acc sg ἀναγνωστικός capable of reading neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγνωστικοί — ἀναγνωστικός capable of reading masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγνωστικοῦ — ἀναγνωστικός capable of reading masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγνωστική — ἀναγνωστικός capable of reading fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγνωστικῷ — ἀναγνωστικός capable of reading masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναγνωστικό — το βλ. αναγνωστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ουδ. τού αρχ. επιθ. ἀναγνωστικός*, σε χρήση ουσιαστικού, κατά παράλειψη τού ουσ. βιβλίο] … Dictionary of Greek
ανάγνωση — Ικανότητα, που αποκτάται με διδασκαλία, χάρη στην οποία αναγνωρίζονται και κατανοούνται οι λέξεις ενός κειμένου, γραμμένου ή τυπωμένου. Υπάρχουν διάφορες μέθοδοι διδασκαλίας της α. Σήμερα, η επεξεργασία των μεθόδων αυτών γίνεται σχεδόν… … Dictionary of Greek
αναγνωσματάριο — και άρι, το το αναγνωστικό* (βλ. αναγνωστικός). [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάγνωσμα. Η λ. πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον φιλόλογο Ιωάννη Βενθύλο το 1851] … Dictionary of Greek